Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαλέγω εκλέγω

  • 1 избрать

    избрать διαλέγω εκλέγω
    * * *
    διαλέγω; εκλέγω

    Русско-греческий словарь > избрать

  • 2 выбирать

    выбирать
    несов
    1. διαλέγω, ἐκλέγω·
    2. (голосованием) ἐκλέγω, ψηφίζω·
    3. (отбирать, очищать) διαλέγω, ξεκαθαρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > выбирать

  • 3 выбор

    выбор
    м
    1. ἡ ἐκλογἡ:
    неудачный \выбор κακή ἐκλογή· сделать \выбор διαλέγω, ἐκλέγω· \выбор пал на него σ'αὐτόν ἐπεσε ὁ κλήρος· у меня не было \выбора δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικἄ
    2. (ассортимент) ἡ συλλογή:
    большой \выбор товаров ἡ μεγάλη συλλογή ἐμπορευμάτων ◊ на \выбор κατ' ἐκλογήν.

    Русско-новогреческий словарь > выбор

  • 4 выбирать

    [βυμπιράτ'] р. διαλέγω, εκλέγω

    Русско-греческий новый словарь > выбирать

  • 5 выбирать

    [βυμπιράτ'] ρ διαλέγω, εκλέγω

    Русско-эллинский словарь > выбирать

  • 6 облюбовать

    -бую, -буешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облюбованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. γουστάρω, βρίσκω του γούστου μου, μου αρέσει• διαλέγω, εκλέγω βάνω στο μάτι.

    Большой русско-греческий словарь > облюбовать

  • 7 выбирать

    выбирать 1) εκλέγω, διαλέγω 2) (голосованием) εκλέγω
    * * *
    1) εκλέγω, διαλέγω
    2) ( голосованием) εκλέγω

    Русско-греческий словарь > выбирать

  • 8 выбрать

    -беру, -берешь ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•

    выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•

    выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•

    выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.

    2. εκλέγω με ψηφοφορία•

    выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.

    3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•

    выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.

    || εξαντλώ, καταναλώνω•

    выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.

    4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•

    не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.

    5. λαβαίνω, παίρνω•

    выбрать патент παίρνω πατέντα,

    απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•

    выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.

    || απαλλάσσομαι•

    выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.

    2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.
    3. βλ. выбрать (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбрать

  • 9 избирать

    избир||ать
    несов
    1. ἐκλέγω, διαλέγω, προτιμῶ·
    2. (кого-л. кем-л.) ἐκλέγω.

    Русско-новогреческий словарь > избирать

  • 10 выделять

    1. (извлекать, отделять) εξάγω (μέσω διαλογής), διαλέγω, ξεχωρίζω, εκλέγω 2. (испускать свет, тепло и т.п.) εκλύω, εκπέμπτω 3. (предоставлять для использования) παραχωρώ, δίδω 4. хим. βγάζω, εξάγω 5. (что-л. на металле и т.п.) εκκρίνω, βγάζω, παράγω 6. (в тексте) υπογραμμίζω, τονίζω 7. физиол. εκκρίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделять

  • 11 выделять

    выделять
    несов
    1. (отбирать) διαλέγω, ξεχωρίζω, ἐκλέγω·
    2. (отличать) διακρίνω, ξεχωρίζω/ ὑπογραμμίζω, σημειώνω (подчеркивать)·
    3. (имущество и т. п.) παραχωρώ, (ξε)χωρίζω·
    4. фи-виол. ἐκκρίνω·
    5. хим. βγάζω, ἐξάγω.

    Русско-новогреческий словарь > выделять

  • 12 отбирать

    отбирать
    несов
    1. (отнимать) ἀφαιρώ, παίρνω/ κατάσχω (конфисковать)·
    2. (производить отбор) ἐκλέγω, διαλέγω.

    Русско-новогреческий словарь > отбирать

  • 13 избрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. избрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избранный, βρ: -бран, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ•

    он -ал своей специальностью химию αυτός διάλεξε για ειδικότητα του τη χημεία.

    2. ψηφίζω•

    его -ли депутатом (ή в депутаты) τον έβγαλαν βουλευτή (ή αντιπρόσωπο).

    Большой русско-греческий словарь > избрать

  • 14 отобрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. отобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, παίρνω• κατάσχω•

    полиция -ла у него запрещнные книги η αστυνομία του κατάσχεσε απαγορευμένα βιβλία•

    отобрать у пленных оружие αφοπλίζω τους αιχμάλωτους•

    отобрать в казну κατάσχω• δημεύω.

    2. εκλέγω, διαλέγω, επιλέγω•

    -берите кнйеи, какие для вас нужны διαλέξτε όποια βιβλία σας χρειάζονται.

    3. παλ. συγκεντρώνω, συλλέγω παίρνω•

    отобрать мнения у всех παίρνω τις γνώμες όλων.

    Большой русско-греческий словарь > отобрать

  • 15 прибрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прибранный, βρ: -ран, -а
    κ. -а, -о.
    1. συγυρίζω, διευθετώ, ταχτοποιώ.
    2. (απο)κρύβω, χώνω, τρυπώνω, καπακώνω.
    3. παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι.
    4. παλ. εκλέγω, διαλέγω κάτι που να ταιριάζει.
    εκφρ.
    Бог -ал – αποδήμησε στον Κύριο (πέθανε).
    συγυρίζω, διευθετώ, τακτοποιώ•

    она -лась в комнате αυτή συγύρισε το δωμάτιο.

    Большой русско-греческий словарь > прибрать

  • 16 разбирать

    ρ.δ.
    1. βλ. разобрать.
    2. μ. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ•

    брать не -ая παίρνω χωρίς διάκριση•

    голодный не -ет ο πεινασμένος δε διαλέγει (φαγητά).

    1. βλ. разобраться.
    2. λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεμοντάρομαι.
    3. παίρνομαι, αρπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разбирать

  • 17 улучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ. βρίσκω, εκλέγω, διαλέγω•

    улучить момент βρίσκω την κατάλληλη στιγμή•

    -им время для разговора θα βρούμε ώρα (χρόνο) για συνομιλία.

    Большой русско-греческий словарь > улучить

См. также в других словарях:

  • εκλέγω — (I) (AM ἐκλέγω) Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω 2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία 3. μαζεύω, συλλέγω 4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω αρχ. μσν. (για φόρους) εισπράττω αρχ. 1. αποσπώ, αφαιρώ 2. δηλώνω, κοινοποιώ 3. (μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • εκλέγω — έκλεξα, εκλέχτηκα, εκλεγμένος, η, ο, μτβ. 1. ξεχωρίζω από πολλά ένα ή περισσότερα ως καλύτερα, προτιμώ, διαλέγω. 2. με την ψήφο μου σε εκλογές δείχνω την προτίμησή μου για έναν υποψήφιο ή για ένα πολιτικό κόμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • επιλέγω — (AM ἐπιλέγω) 1. διαλέγω, εκλέγω, ξεχωρίζω (α. «επέλεξα τους καλύτερους» β. «Παῡλος ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε», ΚΔ) 2. παθ. επονομάζομαι, επικαλούμαι («Ἰησοῡς ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός») νεοελλ. λέω τον επίλογο αρχ. μσν. 1. λέω επί πλέον ή μετά από… …   Dictionary of Greek

  • πραίληκτος — ή πραιλῆκτος, ό, Α επίλεκτος («δεκαδάρχῃ κάστρων Διονυσιάδος εἴλης πέμπτης πραιλήκτων», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praelectus, μτχ. παθ. αορ. τού praelego «διαλέγω, εκλέγω»] …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • αιρετίζω — αἱρετίζω (AM) εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ και (επεκτ.) αγαπώ 2. παραδέχομαι (Μ) [αἵρεσις] είμαι αιρετικός, ανήκω σε αίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετός. ΠΑΡ. αἱρετιστής] …   Dictionary of Greek

  • αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… …   Dictionary of Greek

  • απολέγω — κ. λέω (AM ἀπολέγω) μσν. νεοελλ. 1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα 2. τελειώνω τον λόγο μου αρχ. Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο 2. εκλέγω, επιλέγω 3. επιλέγω για να απορρίψω 4. αρνούμαι, απαγορεύω II. ( ομαι) 1. δεν δέχομαι κάποια… …   Dictionary of Greek

  • επαναιρώ — ἐπαναιρῶ, έω (AM) μέσ. επανεκλέγω ή απλώς εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω από τη μέση, σκοτώνω κάποιον ή κάτι 2. σκοτώνω κάποιον μαζί ή μετά από άλλον 3. μέσ. αναλαμβάνω, αποδέχομαι («βαρὺν πόλεμον καὶ ἄσπονδον… …   Dictionary of Greek

  • καταλέγω — (I) καταλέγω (Α) βλ. καταλέχομαι. (II) (AM καταλέγω) κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον μσν. 1. περιγράφω 2. λέω τραγούδι 3. (αμτβ.) διηγούμαι μσν. αρχ. 1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ 2. κατηγορώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»